Οι μισθοφόροι στην Ιταλία αναφέρονταν γενικότερα με την ονομασία κοντοτιέροι (σ.σ.: εκ του συμβολαίου –condotta– που υπέγραφαν με τους εργοδότες τους). Ο όρος απαντάται σε κείμενα ήδη από τα μισά του 12ου αιώνα, φαίνεται όμως ότι η σταδιακή επικράτηση των Ιταλών στο επάγγελμα, από τα μισά του 14ου αιώνα και έπειτα, συνέβαλε στην επικράτησή του. Στην καθημερινότητα, βέβαια, κοντοτιέρος αποκαλούνταν ο επικεφαλής πολέμαρχος ενός σώματος έφιππων μισθοφόρων, ενώ οι αντίστοιχοι του πεζικού, οι οποίοι θεωρούνταν ακόμη δευτερεύουσας σημασίας για τις πολεμικές επιχειρήσεις, αποκαλούνταν συνήθως conestabili, μια διαδεδομένη έννοια της μεσαιωνικής Ευρώπης, στρατιωτικού κυρίως χαρακτήρα και επιβολής της τάξης1.
Συμβόλαια βέβαια μεταξύ μισθοφόρων και διάφορων εργοδοτών υπήρχαν αναμφίβολα και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Αυτά αφορούσαν, όμως, κυρίως αμειβόμενες υπηρεσίες που παρείχαν οι υπήκοοι προς τον βασιλιά ή τον ηγεμόνα τους. Αντιθέτως, οι κοντοτιέροι δεν δρούσαν ως υποτελείς κάποιου, ούτε είχαν τις περισσότερες φορές κάποια ιδιαίτερη σχέση, όπως εντοπιότητας, συγγένειας κτλ. με αυτούς που τους μίσθωναν. Σε κάποιες περιοχές της Γερμανίας κατά τον 15ο αιώνα εμφανίστηκαν ειδικοί «πράκτορες» που μίσθωναν εκ μέρους διάφορων ηγεμόνων στρατεύματα. Ωστόσο, η διαφορά ήταν ότι οι ίδιοι δεν συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις2. Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα, τέλος, ήταν ότι οι κοντοτιέροι εκτός από τα συμβόλαια που υπέγραφαν με τους εργοδότες τους σύναπταν ξεχωριστές συμφωνίες και με τους υφιστάμενούς τους στο στράτευμα, δηλαδή αξιωματικούς, στρατιώτες, ακόλουθους κ.ο.κ., πολλές από τις οποίες διατηρούνταν για χρόνια, σχηματίζοντας έτσι σταθερές οντότητες που διέθεταν υποτυπώδη νομική και εταιρική μορφή.
Πέραν των παραπάνω, τα συμβόλαια που υπέγραφαν οι κοντοτιέροι δεν ήταν απλές και σύντομες συμφωνίες όπως θα υπέθετε κάποιος. Απεναντίας, περιλάμβαναν επακριβείς όρους για το πλαίσιο των καθηκόντων και των αποστολών τους, τις αμοιβές και τους τρόπους καταβολής τους, το μέγεθος του στρατεύματος, τις πληρωμές σε είδος κ.ά., με κάθε λεπτομέρεια και πρόβλεψη. Τα συμβόλαια περιείχαν επίσης ειδικούς όρους για την εκπαίδευση των μισθοφόρων, την πειθαρχία, την τήρηση της τάξης στις κατακτημένες περιοχές και τον έλεγχο στις λεηλασίες και τις βιαιότητες εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Ειδικότερα για τις περιπτώσεις ξένων μισθοφόρων, προβλέπονταν ακόμα και άδειες για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, με τον όρο όμως να ορκιστούν ότι στη διάρκειά τους δεν θα μετακινούνταν σε άλλον εργοδότη. Τα συμβόλαια επίσης, δεν ήταν τυποποιημένα, αλλά μεταβάλλονταν ανάλογα τη χρονική περίοδο, τον σκοπό, τα συμβαλλόμενα μέρη, τις συγκυρίες κ.ο.κ. Υπήρχαν συμβόλαια με συμφωνημένο χρόνο παροχής υπηρεσιών, που τα ονόμαζαν ferma, καθώς και άλλα με τα οποία ο εργοδότης μπορούσε να παρατείνει μονομερώς έπειτα από έγκαιρη προειδοποίηση, τα λεγόμενα di rispetto. Υπήρχαν επίσης και τα συμβόλαια in aspetto (σ.σ.: εν αναμονή), στα οποία ο επικεφαλής κοντοτιέρο ήταν ελεύθερος να συμμετέχει σε οποιαδήποτε πολεμική επιχείρηση επιθυμούσε αλλά όφειλε να πολεμήσει άμεσα για την πόλη με την οποία είχε συνάψει το παραπάνω συμβόλαιο, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο.
Η διάρκεια των συμβολαίων γενικότερα αυξανόταν, ακολουθώντας τις στρατιωτικές ανάγκες των πόλεων, ώστε από μερικούς μήνες στις απαρχές να επεκταθούν στην πορεία μέχρι και στα δυο έτη. Στα τέλη του 15ου αιώνα, εμφανίστηκαν πιο ευέλικτες μορφές συμβολαίων στα οποία ο αριθμός ή το είδος τους στρατεύματος δεν καθορίζονταν επακριβώς. Αυτά αφορούσαν έμπειρους πολέμαρχους, στους οποίους προσφερόταν η διακριτική ευχέρεια να στελεχώσουν το στράτευμά τους δίχως καμία ουσιαστική δέσμευση. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις προβλεπόταν ακόμα και η «ενοικίασή» τους, με την οποία οι εργοδότες ουσιαστικά απέκλειαν τους ικανούς πολέμαρχους από την παροχή υπηρεσιών σε άλλους εργοδότες3.
Ο καθορισμός και η αποπληρωμή των αμοιβών ήταν προφανώς ένας από τους πιο σημαντικούς όρους σε κάθε συμβόλαιο και, παράλληλα, μια μόνιμη εστία αντιπαράθεσης. Όσο βελτιωνόταν η στρατιωτική οργάνωση των πόλεων τόσο οι πληρωμές καταβάλλονταν σε πιο σταθερούς ρυθμούς, μηνιαίως ή σε τέσσερις με πέντε δόσεις τον χρόνο. Το βασικό μέρος του μισθού, συνήθως, καθοριζόταν με κάποιον αυθαίρετο τρόπο μεταξύ των δύο μερών, λαμβάνοντας ως κριτήριο τις επικρατούσες συνθήκες. Υπήρχαν όμως κάποιες βασικές τιμές αποτίμησης και τιμολόγησης ανά στρατιώτη, οι οποίες καθορίζονταν από την εμπειρία, την ικανότητα και το όπλο, όπως βέβαια και από τον πλούτο και την ισχύ του εργοδότη. Για παράδειγμα, στα τέλη του 14ου αιώνα μια lanza τριών ατόμων στον παπικό στρατό αμειβόταν με 18 φλορίνια τον μήνα ενώ στη Φλωρεντία με 20. Στην ίδια πόλη, ένας Γερμανός μισθοφόρος διοικητής μονάδας λάμβανε αμοιβή 30 φλορινιών και ο απλός ιππέας ίδιας εθνικότητας αμειβόταν με 8, ενώ ο απλός πεζικάριος έπαιρνε λιγότερα από δυο φλορίνια τον μήνα. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, όσον αφορά τουλάχιστον τη Φλωρεντία, ο ποδεστά αμειβόταν με 416 περίπου φλορίνια τον μηνά, ο καπιτάνο ντελ πόπολο με 180 και ο καγκελάριος με περίπου 8. Όσον αφορά τα λοιπά επαγγέλματα, η αμοιβή ενός γιατρού ήταν πιο χαμηλή, περίπου στα 3 φλορίνια μηνιαίως και ακόμα πιο χαμηλή ήταν η αμοιβή ενός εργάτη, στα 2 φλορίνια περίπου4.
Όσον αφορά την αγοραστική δύναμη της εποχής, με ένα φλορίνι μπορούσε κάποιος να αγοράσει δυο βαρέλια κρασί ή περίπου 50 κιλά κρέας. Στις αρχές του 15ου αιώνα οι στρατιωτικές αμοιβές σταθεροποιήθηκαν προς τα κάτω και στη Βενετία η αμοιβή της lanza έπεσε στα 10 δουκάτα ενώ στον παπικό στρατό στα 9-10 φλορίνια. Η Φλωρεντία, αντιθέτως, παρέμεινε ο εργοδότης με τους υψηλότερους μισθούς, στα 11-12 φλορίνια, ίσως λόγω της σύνθετης διοικητικής της λειτουργίας και των διαρκών αλλαγών στην οργάνωση των στρατευμάτων σε σχέση με τις άλλες μεγάλες πόλεις5. Παρ’ όλα αυτά, οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες κάθε πόλης συνέχιζαν να βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το 60% του συνολικού εισοδήματος του Πάπα τη συγκεκριμένη περίοδο κατευθυνόταν στην πληρωμή στρατιωτικών δαπανών, γεγονός που καταδεικνύει αναμφίβολα τη σχεδόν απόλυτη εξάρτηση πολλών ηγεμόνων στους μισθοφόρους, ιδιαίτερα όσων δεν διέθεταν επαρκές ανθρώπινο δυναμικό στην επικράτειά τους6.
Στις αρχές του 15ου αιώνα καθιερώθηκε η προκαταβολή (prestanza), ειδικά στην περίπτωση που ένας κοντοτιέρο άλλαζε εργοδότη, ως κίνηση επιβράβευσης αλλά και ως κίνητρο για άμεση συγκέντρωση και στελέχωση του στρατεύματος7. Εκτός από την πληρωμή σε ρευστό υπήρχαν βέβαια και άλλες μορφές ανταμοιβής, όπως η απονομή της ιδιότητας του πολίτη, η παραχώρηση οικημάτων και κάστρων και, σε κάποιες σημαντικές περιπτώσεις, η απόδοση κυριότητας σε μεγάλες εκτάσεις, ακόμα και σε μικρές πόλεις. Τα ποσοστά επί των λαφύρων και των λύτρων ήταν επίσης σημαντικό δέλεαρ, κυρίως την εποχή των μεγάλων Κομπανιών. Επιπλέον, προβλέπονταν και αμοιβές ή ειδικά προνόμια στον ρουχισμό, στη στέγαση όπως και σε βασικά διατροφικά είδη σαν το σιτάρι και το κρασί.
Ένας ιδιότυπος τρόπος ανταμοιβής ήταν η μεγαλοπρεπής ταφή ή ακόμα περισσότερο η ανέγερση ενός μνημείου ή τύμβου, κάτι που όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω συνέβαινε σχετικά συχνά, αφού οι περισσότεροι κοντοτιέροι ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την υστεροφημία τους. Τα συμβόλαια, επιπροσθέτως, προέβλεπαν αποζημίωση σε περιπτώσεις σοβαρού τραυματισμού, καθώς και την απόδοση «σύνταξης» μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του μισθοφόρου. Στα 1446, για παράδειγμα, έχουμε την περίπτωση του Φεράντο ντα Σπάνια, ενός κοντοτιέρο της Βενετίας χαμηλής βαθμίδος, ο οποίος έχασε το δεξί του χέρι στη μάχη. Η πόλη τού προσέφερε μηνιαία αποζημίωση έξι λιρών εφ’ όρου ζωής, παρότι εκείνος ενεργοποίησε σχετικό όρο στο συμβόλαιό του για να αποζημιωθεί εφάπαξ, προκειμένου να παραμείνει στην υπηρεσία του. Τέλος, ένα εντυπωσιακό στοιχείο σχετικά με τα συμβόλαια είναι το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις προβλέπονταν φορολογικές κρατήσεις, της τάξεως του 5-10%, οι οποίες κατευθύνονταν συνήθως προς την εκκλησία και την κατασκευή δημόσιων έργων ή κτηρίων8.
Μάθε τα πάντα για τη γοητευτική ιστορία των Κοντοτιέρων, οι οποίοι άφησαν ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία της μεσαιωνικής και της αναγεννησιακής Ιταλίας, στη νέα ιστορική μελέτη του Ευάγγελου Τάρταρη ”Οι Κοντοτιέροι – Μισθοφόροι και Πολέμαρχοι της Μεσαιωνικής Ιταλίας – 14ος-16ος αιώνας” που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Δαιδάλεος!
1 Michael Mallet: «The Condottiere» in E. Garin (ed.) Renaissance Characters, University of Chicago Press, 1988, σελ. 30.
2 Michael Mallett: Mercenaries and their Masters, σελ. 80.
3 Στο ίδιο, σελ. 81-83.
4 William Caferro: «Travel, economy, and identity in fourteenth-century Italy…», σελ. 365.
5 Michael Mallett: Mercenaries and their Masters, σελ. 136-137.
6 F. Hamilton Jackson, σελ. 12.
7 Michael Mallett: Mercenaries and their Masters, σελ. 83.
8 Στο ίδιο, σελ. 138-139.