Η ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Πολλοί μελετητές αναφέρουν ότι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, έχοντας εγκαταστήσει το βασίλειό του στην περιοχή, άρχισε να διαλέγει χώματα με υγιεινό κλίμα, εύφορα και με καλή άρδευση. Φθάνοντας στην τοποθεσία όπου ήταν η Αλεξάνδρεια, βρήκε τα ίχνη ενός τεράστιου οικοδομήματος, με έναν μεγάλο αριθμό από μαρμάρινες κολόνες. Στο κέντρο όλων αυτών, υψώθηκε μια τεράστια στήλη γραμμένη στη γραφή των Χιμιαριτών της Υεμένης – τουτέστιν, στην πιο πρωτόγονη από όλες τις χιμιαριτικές γραφές και τους βασιλιάδες του Αάντ:
«Είμαι ο Σαντάντ μπιν Αάντ μπιν Σαντάντ μπιν Αάντ. Με τα χέρια μου προστάτευσα τη γη, μεγάλους στύλους έφτιαξα στα βουνά και τα ορυχεία κι έχτισα την πόλη Ίρεμ με τους στύλους, που δεν υπάρχει όμοιά της. Ήθελα να χτίσω μία πόλη σαν την Ίρεμ με τους στύλους και να συγκεντρώσω εκεί όλους τους ευγενείς και γενναιόδωρους ανθρώπους από όλες τις φυλές και τα έθνη, καθώς εκείνη η πόλη θα ήταν απαλλαγμένη από συμφορές και δυστυχίες, από έγνοιες και αρρώστιες. Μου έτυχε όμως να συναντήσω αυτόν που με ώθησε να βιαστώ να εγκαταλείψω το σχέδιό μου, εγείροντας εμπόδια που μου προκάλεσαν σκοτούρες και αγωνίες, αϋπνία και ταραχή. Άφησα το σπίτι μου λοιπόν με ασφάλεια, όχι επειδή υποχώρησα μπροστά σε έναν δυνατό βασιλιά ή κιότεψα απέναντι σε έναν πολυάριθμο στρατό, ούτε από πανικό ή δουλοπρέπεια, αλλά επειδή η ζωή μου έφτανε στο τέλος της και όλα όφειλαν να τεθούν μπροστά στη δύναμή Του. Όποιος αυτά τα υπολείμματα δει, όποιος μάθει την ιστορία μου, τη μακρόχρονη ύπαρξή μου, τη βεβαιότητα των απόψεών μου, την αυστηρότητα της σύνεσής μου, μην επιτρέψει, μετά από μένα, στην τύχη να τον παραπλανήσει».
Ο Αλέξανδρος σταμάτησε προβληματισμένος να διαβάσει αυτά τα λόγια και να τα εκτιμήσει, ύστερα συγκέντρωσε εργάτες από τις διάφορες περιοχές και έθεσε τα θεμέλια, που εκτείνονταν αρκετά μίλια σε μήκος και σε πλάτος. Έφερε στύλους και μάρμαρο. Τα πλοία του έφεραν διάφορα είδη από μάρμαρο, αλάβαστρο και λίθους από τη Σικελία, την Ιφρικίγια, την Κρήτη και την άκρη της θάλασσας των Ρωμιών (τη Μεσόγειο), τη θάλασσα που προβάλλει από τον ωκεανό. Τα έφεραν όμως και από το νησί της Ρόδου, ένα νησί απέναντι από την Αλεξάνδρεια και σε απόσταση μιας νύχτας πλοήγησης, που είναι η πρώτη γη των Φράγκων. Στον καιρό μας όμως, το έτος 332 της Εγίρας, έγινε το ναυπηγείο όπου οι Ρωμαίοι κατασκευάζουν τα πολεμικά τους πλοία. Στο νησί κατοικούν πολλοί Ρωμαίοι και ο στόλος τους διαπλέει τη θάλασσα στην Αλεξάνδρεια και άλλες πόλεις της Αιγύπτου, όπου αράζουν κι αιχμαλωτίζουν ανθρώπους, που πουλάνε ύστερα για δούλους.
Ο Αλέξανδρος διέταξε οι εργάτες και οι τεχνίτες να τοποθετηθούν κατά μήκος της βάσης των τειχών της πόλης. Σε κάθε κομμάτι γης στερεώθηκε μια ράμπα και η μία δέθηκε με σχοινιά στην άλλη, κι όλα μαζί κατέληγαν στις κολόνες από μάρμαρο μπροστά στη σκηνή του βασιλιά. Ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή να κρεμαστεί πάνω στην κορυφή του στύλου ένα κουδούνι που να ηχεί όμορφα κι ύστερα διέταξε τους εργάτες και τους φύλακες, μόλις το κουδούνι αρχίσει να χτυπά και το ακούσουν, όταν τα σχοινιά στις άκρες των οποίων είχε κρεμάσει μικρότερα κουδούνια αρχίσουν να ταλαντεύονται, τότε να ρίξουν οι εργάτες συγχρόνως τα θεμέλια της πόλης σε όλο το μήκος των τειχών της. Ο Αλέξανδρος σκόπευε έτσι να ολοκληρώσει το έργο, διαλέγοντας τον χρόνο βάσει ενός τυχερού ωροσκοπίου.
Μια μέρα, ενώ περίμενε την κατάλληλη ώρα ώστε να παρατηρήσει το ωροσκόπιο, ένιωσε το κεφάλι του βαρύ κι αποκοιμήθηκε. Ένα μαυροκόρακας κάθισε πάνω στο σχοινί του κουδουνιού του μεγάλου στύλου και το έκανε να χτυπήσει. Οι χορδές κουνήθηκαν και όλα τα μικρά κουδούνια άρχισαν να χτυπούν, εξαιτίας μιας λειτουργίας που βασιζόταν στην επιστήμη και τους νόμους της μηχανικής. Όταν οι εργάτες είδαν τα σχοινιά να κουνιούνται και άκουσαν τους ήχους, έβαλαν όλοι συγχρόνως τα θεμέλια και στον αέρα υψώθηκαν οι δοξολογίες και οι ευχαριστίες τους.
Ο Αλέξανδρος ξύπνησε και άκουσε τις φωνές. Τότε ρώτησε τι συνέβη και τον ενημέρωσαν. Θαύμασε λοιπόν και είπε: «Ήθελα κάτι και ο Θεός ήθελε κάτι άλλο. Γι’ αυτό απέρριψε ό,τι ήταν αντίθετο στη θέλησή Του. Θέλησα να διασφαλίσω την επιβίωση αυτής της πόλης, αλλά ο Θεός θέλησε η πόλη να κινδυνεύσει και να εξαφανιστεί σύντομα, αφού πρώτα θα ανήκει σε δύο βασιλείς που ο ένας θα διαδεχθεί τον άλλον».
Ενώ η ίδρυση της Αλεξάνδρειας είχε αρχίσει και τα θεμέλια είχαν τεθεί, τζίνι βγήκαν από τον βυθό της θάλασσας ενώ ήταν νύχτα και κατέστρεψαν όλα τα οικοδομήματα. Ο Αλέξανδρος είπε το ξημέρωμα: «Αυτή είναι η αρχή της παρακμής της, και ήδη επαληθεύονται τα σχέδια του Θεού για την καταστροφή της».