Συνδέοντας τη θρησκεία με τον μύθο σε ένα βιβλίο
Η επιστημονική ανάλυση των θρησκευτικών γραπτών ως λογοτεχνικά έργα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού τα διαχωρίζει από την “θεϊκή” τους υπόσταση και τα αντιμετωπίζει ως λογοτεχνικά πονήματα που δημιουργήθηκαν από τους ανθρώπους της εποχής τους. Όπως κάθε λογοτεχνική δημιουργία, έτσι και τα χριστιανικά γραπτά, είναι απότοκο αναρίθμητων διαδράσεων και συνομιλιών με παραδόσεις πρότερων πολιτισμών.
Ένα τέτοιο παράδειγμα, για τη χριστιανική θρησκεία, υποστηρίζει στο βιβλίο του “Το Κατα Διόνυσον Ευαγγέλιον” (μτφ. Χάιδω Σκανδύλα) ο θεολόγος Dennis Macdonald. Στη διατριβή αυτή, ο συγγραφέας παραλληλίζει το τέταρτο ευαγγέλιο, αυτό του Ιωάννη, με τις Βάκχες του Ευριπίδη. Σε μια προσπάθεια να καταγράψει όλες τις αλλαγές που υφίσταντο τα γραπτά του Ιωάννη, εντοπίζει σωρεία άμεσων ομοιοτήτων με το ευριπίδειο έργο τόσο σε επίπεδο πλοκής της ιστορίας και των χαρακτήρων, όσο και στο δομικό επίπεδο των αφηγήσεων. Με ιδιαίτερη αναλυτικότητα και προσεγμένες αναφορές ο Macdonald παραθέτει, εκτός από τις μετέπειτα αλλαγές που δέχθηκαν τα γραπτά του Ιωάννη, συγκριτικούς πίνακες που δείχνουν με μεγάλη διαύγεια τη συνομιλία του Ιωάννη με τον Ευριπίδη και τις μιμήσεις των Βακχών στο τέταρτο ευαγγέλιο.
Μεταξύ άλλων ο μελετητής αναφέρει ότι, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη έχει αξιοσημείωτες ομοιότητες στην πλοκή και τη δομή με τις Βάκχες του Ευριπίδη. Ενώ ένα βιβλίο αποτελεί έναν καθαρό αρχαίο μύθο και το άλλο κορωνίδα για τη χριστιανική θρησκεία, και στα δύο βιβλία πρωταγωνιστής είναι ένας θεός που ενδύεται σάρκα, ζει ανάμεσα στους θνητούς και απορρίπτεται από τους δικούς του ανθρώπους.
Aυτός ο ανταγωνισμός θέτει σε κίνηση την πλοκή και των δύο έργων, αλλά η κατάληξη στα δύο έργα είναι αξιοσημείωτα και στρατηγικά διαφορετική. Οι Βάκχες αποτελούν μια τραγωδία της οποίας οι κύριοι χαρακτήρες καταλήγουν είτε νεκροί είτε κατεστραμμένοι και κορυφώνεται με την πτώση της Θηβαϊκής κυρίαρχης οικογένειας. Στο πικρό της τέλος, ο Βασιλιάς Κάδμος, ο οποίος προηγουμένως είχε παρουσιαστεί ως μία ευλαβική μορφή μέσα από την πίστη του στον θεό, διαμαρτύρεται στον Διόνυσο: «Στην οργή τους οι θεοί δεν πρέπει να γίνονται όμοιοι με τους θνητούς» (1348), αμφισβητώντας ξεκάθαρα την ηθική της εκδίκησης του Διόνυσου. Ενώ ο Διόνυσος, ένας θεός, καταστρέφει και τιμωρεί τους άπιστους, ο Ιησούς του Τέταρτου Ευαγγελίου, ο Υιός του Θεού, προσφέρει αιώνια ζωή. Η βίαιη απεικόνιση του Διόνυσου από τον Ευριπίδη, λοιπόν, υπογραμμίζει την αντίθεση με τον Ιησού του Ιωάννη ως έναν αλτρουιστικό σωτήρα του κόσμου.
Αν και αυτές οι ομοιότητες ισχύουν στην περίπτωση της τελικής αναθεώρησης του Ευαγγελίου, οι συγγραφείς της δεύτερης και της τρίτης εκδοχής δεν προσθέτουν περαιτέρω Διονυσιακά στοιχεία. Με άλλα λόγια, οι συγκρίσεις ανάμεσα στον Ιησού και τον Διόνυσο είναι μοναδικές μόνο στον αρχικό Ιωαννίτη Ευαγγελιστή.
Κατά την αναφορά του συγγραφέα για την διαφοροποίηση του τέταρτου ευαγγελίου από τα προηγούμενα , φαίνεται ότι ο Ιωάννης κινήθηκε σε έναν πιο αφηγηματικό άξονα, παρουσιάζοντας την δυσκολία του κόσμου να δεχτεί τη θεϊκή προέλευση του Ιησού. Ακριβώς αυτός ήταν και ο λόγος που θεός Διόνυσος αποφάσισε να κατέβει στη γη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιπαραβολή των χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν στα δύο έργα, ως αρχέτυπα που διαγράφουν παρόμοιες διαδρομές στην ιστορία και εκφράζουν τα ίδια νοήματα. Οι μιμήσεις των Βακχών δείχνουν γιατί το Τέταρτο Ευαγγέλιο απομακρύνεται τόσο δραματικά από τα Συνοπτικά. Ενώ ο Μάρκος επικεντρώθηκε στο ξεδίπλωμα του μοτίβου του Μεσσιανικού Μυστικού, ο Ματθαίος ανέπτυξε την ιστορία του γύρω από τη συνέχεια της εβραϊκής παράδοσης και της νέας αποκάλυψης του Ιησού και ο Λουκάς εστίασε στην εμφάνιση του νέου θρησκευτικού κινήματος και της σταδιακής εξάπλωσής του απ’ άκρη σ’ άκρη στη γη, ο πρώτος Ιωαννίτης Ευαγγελιστής έχτισε την πλοκή του ακριβώς πάνω στην ουράνια προέλευση του Ιησού και την επακόλουθη σύγκρουση μεταξύ της αποδοχής και της απόρριψης της απροκάλυπτα εκφρασμένης θεϊκής του ταυτότητας. Αυτό, παρουσιάζει άμεσες ομοιότητες με την Ευριπίδεια απεικόνιση του Διονύσου.
Πολλές από αυτές τις ομοιότητες ανάμεσα στις Βάκχες και τον Ιωάννη αφορούν τη δημιουργία χαρακτήρων, τις θεατρικές του περσόνες:
Βάκχες Κατά Ιωάννην
Διόνυσος Αφηγητής και Ιησούς
Χορός Αφηγητής και τα πλήθη
Γυναίκα από τη Θήβα Γυναίκα από τη Σαμάρεια
Τειρεσίας, ο τυφλός μάντης Ο εκ γενετής τυφλός άνδρας
Κάδμος, ο παππούς του Πενθέα Ο Βαπτιστής, ο ηλικιωμένος ανάπηρος, o Νικόδημος
Πενθέας, ο βασιλιάς των Θηβών Εβραϊκές αρχές και Πιλάτος
Οι Υπηρέτες του Πενθέα Υπηρέτες των εβραϊκών αρχών
Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα Μαρία, η μητέρα του Ιησού
Η συγκριτική ανάλυση των δύο έργων στο βιβλίο, όπως και η αντιπαραβολή διάφορων παραθεμάτων είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική και σε μεγάλο βαθμό αποδεικνύει την άρρηκτη σύνδεση μεταξύ των λογοτεχνικών αυτών πονημάτων και γενικότερα τη σχέση που έχει η χριστιανική θρησκεία με τους αρχαίους μύθους. Συνεχίζοντας την διαυγή ανάλυση του, ο Macdonald αντιπαραβάλλει τα διάφορα θαύματα και βιώματα του Ιησού με άλλα του Διονύσου όπως τη μετατροπή του νερού σε κρασί, την απόλυτη αναφορά στον Διόνυσο που είναι το πρώτο θαύμα που παρουσιάζεται στο ευαγγέλιο του Ιωάννη. Επιπλέον η δυσπιστία του Πενθέα προς τη θεϊκή υπόσταση του Διόνυσου παραλληλίζεται με τη δυσπιστία των εβραϊκών αρχών απέναντι στον Ιησού, ενώ η συλλήψεις και των δύο υιών του θεού παρουσιάζουν αντίστοιχες ομοιότητες. Οι συγκρίσεις και τα ευρήματα, που δε θα μπορούσαμε να τα απαριθμήσουμε σε ένα άρθρο, δε σταματάνε σε απλές αναφορές. Αναλύονται διεπιστημονικά και υποστηρίζονται από αναφορές άλλων μελετητών.
Χωρίς καμία αμφιβολία, “Το Κατα Διόνυσον Ευαγγέλιον” αποτελεί μια διαφωτιστική μελέτη της εποχής μας. Ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβάσει ο καθένας μας ανεξάρτητα από τη σχέση που έχει με τη θρησκεία. Η εξαιρετική μετάφραση της Χάιδως Σκανδύλα δε μπορεί να μην αναφερθεί, καθώς αποτυπώνει πιστά τον λόγο του Macdonald και μας μεταφέρει σε απόλυτο βαθμό τα ευρήματα της έρευνας.
Βρείτε “Το Κατά Διόνυσον Ευαγγέλιον” και άλλες μελέτες από τις εκδόσεις Δαιδάλεος, εδώ.