Άγνωστη Ιστορία

Η ιστορία της ταινίας που προκάλεσε την Εκκλησία!

ταινίας
γράφει ο συγγραφέας-σκηνοθέτης Γιώργος Σταμπουλόπουλος (βιβλίο “Δύο Ήλιοι στον Ουρανό”)

Από Έλληνες…Χριστιανοί

Tο πώς εμείς οι Έλληνες γίναμε Χριστιανοί, είναι ένα ερώτημα που με απασχολούσε απ’ τα νεανικά μου χρόνια. Όχι τόσο για τη θρησκευτική του διάσταση, όσο ‒κυρίως‒ για την πολιτική του· με την ευρεία έννοια του όρου. Πώς, δηλαδή, ένας λαός με Ιστορία, Γνώσεις, Γραμματεία και Τέχνη, ένας λαός με θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο, που γιόρταζε με τραγούδια και χορούς τις θρησκευτικές του τελετές, μεταλλάχτηκε ‒γιατί περί μετάλλαξης πρόκειται‒ σε έναν μίζερο, άχαρο, τρομοκρατημένο κι υποταγμένο όχλο (ποίμνιο κατά την εκκλησία) και βρέθηκε, αιφνιδίως, από το φως της ελεύθερης έκφρασης και της χαράς στο σκότος του Μεσαίωνα;

Η απάντηση, με βάση ιστορικά στοιχεία και μαρτυρίες σύγχρονων με την εποχή λογίων, βρίσκεται, αναντίρρητα, στην κρατική βία που ξέσπασε σ’ ολόκληρη τη Βυζαντινή επικράτεια εναντίον των Ελλήνων, όπως και «των της παιδεύσεως της ημετέρας ή των της κοινής φύσεως μετέχοντας», που έλεγε κι ο Ισοκράτης· δηλαδή εναντίον της πλειονότητας σχεδόν των βυζαντινών πολιτών.

Ο Θεοδόσιος ο Α’

Τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Μοιραίο πρόσωπο αυτής της περιόδου είναι ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α’ (347-395). Ένας άξεστος και μισαλλόδοξος αυτοκράτορας (κατά τις περιγραφές), ξένος προς τον ελληνικό πολιτισμό (Ισπανός) και στρατιωτικός, που όμως από την εκκλησία ανακηρύχθηκε Μέγας, αλλά και Άγιος (εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου), παρά το γεγονός ότι είναι υπεύθυνος για τη σφαγή 7.000 αθώων πολιτών (κατ’ άλλους 17.000), το 390, στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης.

Στους Έλληνες, αυτός ο θεοκρατικός και μοναρχικός χαρακτήρας του νέου πολιτεύματος ήτανε φυσικό να προκαλέσει αναταραχή, καθώς βρίσκονται ξαφνικά να διώκονται ως παράνομοι, αφού ο όρος «Έλλην», στη νέα τάξη πραγμάτων, είναι συνώνυμο του «άθεου» ή του «ειδωλολάτρη».

Προπύργιο αντίστασης σ’ αυτή την τελευταία φάση ενός πολύχρονου και αιματηρού αγώνα για την επικράτηση του Χριστιανισμού είναι το θέατρο. Χώρος αισθητικής απόλαυσης αλλά και συνάθροισης, παίζει συχνά τον ρόλο ορμητηρίου του λαού κατά της εξουσίας, καθώς πριν ή και μετά κάποια παράσταση διάφοροι ρήτορες ή ηθοποιοί, με λόγους πύρινους αμφισβητούν την αυτοκρατορική εξουσία ξεσηκώνοντας τα πλήθη κατά του αυτοκράτορα και των αρχών. Αυτό, βεβαίως, προκαλεί την μήνιν των κρατούντων.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος το αφορίζει, λέγοντας «Έρρέτω ἡ σκηνή, μακάριοι οἱ ἀγνοοῦντες τό θέατρον βάρβαροι», ενώ ο Θεοδόσιος, έχοντας κηρύξει απηνή διωγμό κατά της ειδωλολατρίας, των αιρέσεων, των παγανιστικών τελετών, και κάθε άλλης κοσμικής ή θρησκευτικής εκδήλωσης που έχει άμεση ή και έμμεση σχέση με τον αρχαίο κόσμο, κλείνει τα θέατρα της Αντιόχειας, κι οι «σκηνικοί» (οι ηθοποιοί) διώκονται.

Η εξέγερση της Αντιόχειας

Η εξέγερση του λαού της Αντιόχειας (387) είχε ως αφορμή την επιβολή έκτακτων εισφορών για να καλυφθούν οι δαπάνες που απαιτούνταν για τον εορτασμό του αυτοκρατορικού θεσμού. Τα αίτια όμως προϋπήρχαν και το αγανακτισμένο πλήθος καταστρέφει τους ανδριάντες της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ο Θεοδόσιος στέλνει στρατό για να καταπνίξει τη στάση, ενώ παράλληλα, «δι’ άλλης οδού», στέλνει κι έναν έμπιστό του (του οποίου το όνομα δεν έχει διασωθεί), με στόχο να υποκινήσει τους ερημίτες και τους μοναχούς να εισβάλουνε στην πόλη, να καταστρέψουν οτιδήποτε θυμίζει αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και να εξουδετερώσουν κάθε εστία αντίστασης.

Σ’ αυτή λοιπόν τη χρονική περίοδο, μέσα στο πλαίσιο μιας πραγματικής κοσμογονίας, εκτυλίσσονται και τα δρώμενα της ταινίας ΔΥΟ ΗΛΙΟΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, με πρόσωπα/φορείς των δύο αντιμαχόμενων πλευρών τον Λάζαρο τον Καππαδόκη και τον Τιμόθεο τον Σκηνικό. Τα πρόσωπα είναι πλαστά αλλά τα γεγονότα ιστορικά τεκμηριωμένα, κι η σύγκρουση των δύο πρωταγωνιστών θυμίζει έντονα τις Βάκχες του Ευριπίδη. Πάνω σ’ αυτή την τραγωδία, βασίζονται αρκετά στοιχεία της ταινίας, ενώ αποσπάσματά της, σαν παράσταση ‒με προδιαγραφές της εποχής αλλά κι αισθητικές παρεμβάσεις‒ παίζουν τον ρόλο ενός «χορού», σχολιάζοντας τα γεγονότα και τη συμπεριφορά των χαρακτήρων.

Η απόφαση για τη δημιουργία μιας ταινίας, μ’ αυτό το θέμα/ταμπού, που οι θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές του προεκτάσεις φθάνουνε ως τις μέρες μας, ήταν απ’ την αρχή πολύ παρακινδυνευμένη. Σε παγκόσμιο επίπεδο (από όσο γνωρίζω) κανείς δεν είχε τολμήσει ανάλογη προσπάθεια για το σινεμά πριν από το 1989. Η πραγμάτωση δε του εγχειρήματος, για τα ελληνικά δεδομένα, ήταν μια πρόκληση που απαιτούσε σοβαρές αποφάσεις, καθώς ο προϋπολογισμός ήτανε χαμηλός, ενώ από άποψη αναγκαίου υλικού, δεν υπήρχε τίποτα.

Ούτε κοστούμια, ούτε όπλα, ούτε μουσικά όργανα, ούτε χρηστικά αντικείμενα. Έπρεπε να κατασκευαστούν όλα απ’ την αρχή. Το κυριότερο όμως ήταν πως δεν υπήρχαν χώροι που να παραπέμπουν στο Βυζάντιο των πρώτων χριστιανικών αιώνων.

Από το σενάριο στην υλοποίηση

Μ’ αυτό το καυτό θέμα στο σενάριο, και με τις παραπάνω δυσκολίες, οι προκλήσεις ήταν πολλές. Ευτυχώς, το αποτέλεσμα δεν πρόδωσε, κατά τη γνώμη μου, τον αρχικό μου στόχο. Οι λύσεις που προτάθηκαν, και τελικά λειτούργησαν υπέρ της ταινίας, ήταν, για την εποχή, ρηξικέλευθες. Αντί για αναπαράσταση αρχαίων χώρων, όπως η Αντιόχεια, η Αίγυπτος, η Κιλικία κι η Θράκη, χρησιμοποιήθηκαν ερείπια. Του ναού του Απόλλωνα στην αρχαία Κόρινθο, για παράδειγμα, και της κρήνης της Πειρήνης, του Ρωμαϊκού Υδραγωγείου της Νικόπολης, του θεάτρου των Οινιαδών, των τάφων των βασιλέων στην Πάφο της Κύπρου κ.ά. Χώροι επίσης που παρέπεμπαν στο παρελθόν ενώ ήταν άλλης εποχής, όπως το Παλαμίδι, αλλά και σύγχρονοι, αρχαιοπρεπείς, σαν το Πολυτεχνείο και τη στοά του Αττάλου.

Η αναζήτηση όλων αυτών των χώρων, στην Ελλάδα και την Κύπρο, κράτησε σχεδόν ένα χρόνο.

Με οδηγό τα ελληνιστικά μωσαϊκά και τις βυζαντινές εικόνες, αλλά και αισθητικές παρεμβάσεις των δημιουργών, έγιναν τα κοστούμια (Γιώργος Ζιάκας), τα σκηνικά (Μικές Καραπιπέρης), η φωτογραφία (Δημήτρης Παπακωνσταντής), όπως και η μουσική (Μιχάλης Χριστοδουλίδης). Για τη συμβολή τους στο τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει ν’ αναφέρω, επίσης, τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, για τη μετάφραση αποσπασμάτων των Βακχών και τους στίχους του τραγουδιού, και τον καθηγητή Δημήτρη Κυρτάτα ως ιστορικό σύμβουλο.

Όλους τους παραπάνω, τους ευχαριστώ για τη βοήθειά τους αλλά και την υπομονή τους. Κλείνοντας θα πρέπει να εξηγήσω πως το σενάριο μιας ταινίας ‒ιδιαίτερα το σενάριο γυρίσματος, όπως το ανά χείρας‒ είναι απλά ένας οδηγός για όλους τους συντελεστές της, κι όχι κείμενο λογοτεχνικό, μ’ ένα σωρό όρους τεχνικούς, που στην παρούσα έκδοση έχουν απαλειφθεί ώστε να είναι προσιτό κι από τον μη ειδικό αναγνώστη.

Σε ενδιαφέρει η ιστορία & η θρησκεία;
Βρες τα πληρέστερα βιβλία από τις Εκδόσεις Δαιδάλεος εδώ